
Νάνσυ Λου
Κρύβοντας μέσα σου τη θάλασσα

Έκλεισες στα δίχτυα σου μοναδική στιγμή.
Φωτογράφισες δυο μάτια, δυο μάτια φωτεινά
και κράτησες για δυο λεπτά μονάχα
τη γαλάζια τους χροιά.
Φωνή που ακούστηκε από μακριά
Στάθηκες βουβά, μόνη, με βλέμμα απόκοσμο,
να την ακούσεις.
Να στέκεις στην άπνοια των κυμάτων της... αμέτοχη;
Τόσο ήσυχη ψυχή, τόσο γαλήνια φωνή που ηχεί.
Εσύ, που με τα χρώματα ζαλίζεις και με τα κύματα μεθάς.
Να στέκεις έτσι, θαρρεί κανείς διόλου αλτρουιστικά, να μας κοιτάς
να βυθιζόμαστε...
Σε σένα. Που κινείς τα νήματα του κόσμου.
Έσφαλα, δεν λέω, κι εγώ. Σε άφησα να το πιστέψεις.
Σε άφησα επιπόλαια να την αφουγκραστείς μέχρι να την πνίξεις.
Η αλήθεια είναι αυτή. Σαγήνευες και σαγηνεύεις
πλανεύτρα του νου και του φτωχού ανθρώπου.
Δυο γυναίκειοι ώμοι αποτυπώνουν ελάχιστες στιγμές.
Αιώνια τις κρύβουν σε χαρτί από μελάνι
και απ' αυτό το απτό ως τα βάθη του μυαλού.
Σαν μια ανάμνηση όπως κι εσύ.
Κλεισμένη σε φωτογραφία.
Ο φακός σου αποκρυπτογράφησε τα χρώματα της φύσης.
Ξανακούω. Από μακριά, τον ήχο της θαλάσσης, αυτή τη φορά.
Αναπνοές βαθιές, ακούγοντάς σε να ψελλίζεις:
«Μικρογραφία ενός μεγάλου ονείρου είσαι κι εσύ.
Μια ακόμα οφθαλμαπάτη».