Νίκος Γκοτσούλιας

Ο τσίγκος

Και είδε πάνω στο παγκάκι
που κοιτούσε σιωπηλά τη θάλασσα
να στέκεται ατάραχη μια μπύρα
γνωστής επωνυμίας.

Ο τενεκές είχε κάποιο βάρος.
Θα 'λεγε κανείς πως ήταν μισοάδειος
και αφέθηκε λόγω μιας εξουθενωτικής μέρας,
ενός απρόσεκτου τραυματισμού,
μιας ανείπωτης τραγωδίας.

Ίσως να ήταν και μισογεμάτος
και να ξέμεινε από μια φιλική καληνύχτα,
από μια νεανική παρόρμηση,
από έναν νεογνό έρωτα.

Μπορεί όμως, εκεί, απλά να ξεχάστηκε,
πάνω στην κουβέντα να αφέθηκε στο σιωπηλό παγκάκι
και εμείς τώρα φανταζόμαστε ιστορίες για αγρίους.

Γιατί τόσος ντόρος για έναν παλιοτενεκέ;
Πόση αξία να 'χει πια αυτός ο τσίγκος;