Σοφ

Βάρκες

Αράζουμε τα σώματά μας συχνά από μέρος σε μέρος
όπως συνήθιζαν να αράζουν οι ψαράδες τις βάρκες τους
όταν περίμεναν να ξεκουράσουν τα γεμάτα κούραση κορμιά τους.
Έτσι όπως κι εγώ απόψε αράζω το σώμα μου και την κουρασμένη μου ψυχή
σε ένα παγκάκι που το χτυπάει το κύμα και φαίνονται τα φώτα της απέναντι πόλης,
με σκοπό να ξεκουραστώ έστω και λίγο.
Να καταφέρω να με μαζέψω χωρίς να με πνίξω σε ένα μπουκάλι κρασιού
και να καταφέρω να ξεκουράσω το μυαλό μου από τις χωρίς σταματημό σκέψεις
που με κατακλύζουν διαρκώς.
Έτσι ώστε, έστω για μια φορά να σε καταλάβω,
έτσι όπως καταλαβαίνω τη φορά που φυσάει ο άνεμος
και φουσκώνει τα νερά της θάλασσα,
μεγαλώνοντας τα κύματα σε σημείο που καταφέρνω να νιώσω το νερό στον αέρα
και μικρές σταγόνες πάνω μου∙
Όμοιες με δάκρυα, όχι όμως αυτά που με είδες να κλαίω
αλλά εκείνα που δεν έριξα ποτέ στην πραγματικότητα,
ντροπιασμένη από την ανικανότητά μου να σου μιλήσω πραγματικά.
Και νομίζω εκεί, τη στιγμή εκείνη, νιώθω πιο ζωντανή από ποτέ
και έχω καιρό να νιώσω έτσι…